Πυθία
Η Πυθία ήταν μια γυναίκα που είχε συμπληρώσει τα πενήντα της χρόνια. Δεν ήταν απαραίτητο να είναι παρθένος, αλλά από τη στιγμή που αναλάμβανε το ύψιστο χρέος να υπηρετήσει το θεό ήταν υποχρεωμένη να εγκαταλείψει τον άντρα της και τα παιδιά της, να εγκατασταθεί σε μια οικία μέσα στον ιερό περίβολο προορισμένη γι' αυτήν και μόνο και να τηρεί ορισμένους θρησκευτικούς κανόνες.
Ως τα κλασικά χρόνια κανένας δε σκεφτόταν να ρωτήσει πώς γινόταν και η Πυθία μεταμορφωνόταν ξαφνικά και μιλούσε τη φωνή του Φοίβου. Όλα όσα γράφηκαν για χάσμα και φυσικούς ατμούς ή για τη δάφνη που μασούσε και το νερό που έπινε είναι αποκρίσεις σε ερωτήματα που έθεσαν οι άνθρωποι, όταν η πίστη τους άρχισε να λιγοστεύει και φαντάστηκαν πως μπορούν να ερμηνεύσουν το θεϊκό θαύμα με την ψυχρή γλώσσα της λογικής. Όταν το υπέρλογο ζήτησαν να το εντάξουν στα ανθρώπινα μέτρα.
Όμως οι παλιοί Έλληνες ήξεραν ένα και μόνο: τον άγιο τρίποδα του θεού, αυτόν που ήταν ο θρόνος του, που κάποτε φτερωτός τον έφερνε επάνω από στεριές και θάλασσες. Πώς και γιατί ο Απόλλων διάλεξε αυτόν τον παράξενο θρόνο κανένας δεν το ήξερε και κανένας δεν είχε το θράσσος να ρωτήσει. Ούτε κι οι σημερινοί σοφοί μπορούν να δώσουν κάποια σίγουρη εξήγηση.
Σ' αυτόν λοιπόν το θρόνο καθόταν η Πυθία, αφού είχε καθαρθεί στην Κασταλία πηγή και θυμιατιστεί στην ιερή εστία με φύλλα δάφνης. Μετά τη συγκατάθεση του θεού για χρησμοδοσία, η Πυθία γινόταν το όργανο του θεού, άφηνε την καθημερινή της υπόσταση, έπεφτε σε έκσταση και κραύγαζε άναρθρα και μυστηριακά τους θείους λόγους.
Η Πυθία μιλούσε με το στόμα του θεού για εννέα μέρες το χρόνο, στις 7 του μηνός Βυσίου (Φεβρουάριος - Μάρτιος), τη γενέθλια ημέρα του Απόλλωνα.
Η πρώτη Πυθία ήταν η Φημονόη κι η τελευταία η Νικάνδρα.
(Πηγή: "Δελφοί", Μανόλης Ανδρόνικος)